ακυρωσία

ακυρωσία
η (Μ ἀκυρωσία)
η ακύρωση*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • неоутвьрженьѥ — НЕОУТВЬРЖЕНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Объявление чего л. недействительным: Завѣтомь троѧ стр(с)ти стѧжѧеть. ˫ако же се растерзанье. и неутверженье. и несвершенье. (ἀκυρωσία) ΚΡ 1284, 301г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”